- πάρουρος
- (I)-ον Ααυτός που στέκεται δίπλα από κάποιον για να τόν φρουρεί, να τόν φυλάγει.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + οὖρος (Ι) «φύλακας, επόπτης»].————————(II)-ον Ααυτός που είναι δίπλα από την ουρά κάποιου άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. έξ-ουρος].
Dictionary of Greek. 2013.